νάιος

νάιος
νάϊος, -α, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νήιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νάιος — Νάϊος και Νᾱος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στη Δωδώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την λ. ναός, ενώ, κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, συνδέεται με τις νύμφες τών νερών Ναϊάδες] …   Dictionary of Greek

  • ναιός — ναιός, ὁ (Α) βλ. ναός …   Dictionary of Greek

  • Ναῖος — Νάιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάιος — νά̱ϊος , νήιος masc nom sg (doric) νά̱ϊος , νήιος masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίω — Νάιος masc nom/voc/acc dual Νάιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖε — Νάιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖον — Νάιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίου — Νάιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίους — Νάιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίῳ — Νάιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”